δίφρ'

δίφρ'
δίφρα , δίφρας
fem voc sg
δίφρε , δίφρος
chariot-board
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζευγολάτης — και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς) αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση τού ο τού ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης <… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”